Η σχιζοφρένεια είναι μια ψυχιατρική νόσος που συχνά έχει την έναρξή της όταν το άτομο βρίσκεται στα τέλη της εφηβείας, στα 20 ή στα 30 έτη. Όπως συμβαίνει με κάθε νόσο, τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο και να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Όταν η σχιζοφρένεια βρίσκεται στην ενεργή φάση, οι περισσότεροι ασθενείς βιώνουν τα συμπτώματα που αποτελούν το σήμα κατατεθέν της ψύχωσης με τη μορφή των ψευδαισθήσεων (της αντίληψης - όρασης, ακοής, όσφρησης, σωματικής αίσθησης - πραγμάτων που δεν είναι εκεί) και των παραληρητικών ιδεών (επίμονες και διαρκείς πεποιθήσεις που δεν βασίζονται στην πραγματικότητα). Όταν η νόσος δεν βρίσκεται στην ενεργή φάση, πολλοί ασθενείς συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη συγκέντρωση και την κινητοποίηση.
Ο ακρογωνιαίος λίθος για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας είναι η αντιψυχωσική φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, τα αντιψυχωσικά φάρμακα δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικά από μόνα τους ή/και για όλα τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας - κυρίως δεν είναι αποτελεσματικά σε αυτά τα συμπτώματα που ονομάζονται “αρνητικά”, αλλά και στα γνωστικά και τα συναισθηματικά συμπτώματα. Έτσι, για την καλύτερη αντιμετώπιση της νόσου συνιστάται η παροχή πρόσθετων μορφών θεραπείας, όπως π.χ., οι ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας (CBT). Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία επικεντρώνεται στη σκέψη και τη συμπεριφορά και έχει σαν στόχο να βοηθήσει τα άτομα να επαναξιολογήσουν τις απόψεις τους για τα συμπτώματά τους. Μαθαίνει τους ασθενείς πώς να ελέγχουν εγκυρότητα των σκέψεων και των αντιλήψεων τους, πώς να “μην υπακούν” στις φωνές και πώς να διαχειρίζονται συνολικά τα συμπτώματα. Σαν διαδικασία θεωρείται ότι συμβάλλει στη μείωση της δυσφορίας και στην αλλαγή της συμπεριφοράς. Παρακάτω θα βρείτε ένα poster που μετέφρασα και προσάρμοσα στα ελληνικά για την καλύτερη κατανόηση της Σχιζοφρένειας. Ελπίζω να το βρείτε χρήσιμο! ΥΓ. Αν θέλετε ένα αντίγραφο σε πλήρες μέγεθος, αφήστε το email σας στην παρακάτω φόρμα ή στείλτε μου μήνυμα στο Facebook: https://www.facebook.com/elenaspanou.CBT
0 Comments
Το εγκεφαλικό υπόβαθρο της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ ύπνου και ψυχικής υγείας δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητό. Ωστόσο, νευροαπεικονιστικές και νευροχημικές μελέτες δείχνουν ότι ένας καλός βραδινός ύπνος βοηθά στην ενίσχυση τόσο της ψυχικής όσο και της συναισθηματικής ανθεκτικότητας, ενώ η χρόνια στέρηση του ύπνου θέτει το σκηνικό για αρνητικό τρόπο σκέψης και συναισθηματική ευαλωτότητα.
Πώς ο ύπνος επηρεάζει την ψυχική υγεία Κάθε 90 λεπτά στη διάρκεια του ύπνου, ο μέσος άνθρωπος ολοκληρώνει έναν κύκλο περάσματος από τις δύο βασικές κατηγορίες ύπνου — αν και ο ακριβής χρόνος που θα παραμείνει κανείς στην κάθε κατηγορία αλλάζει καθώς ο ύπνος προχωράει. Κατά τη διάρκεια του "ήσυχου" ύπνου, το άτομο περνάει σταδιακά μέσα από τέσσερα στάδια όλο και πιο βαθέως ύπνου. Η θερμοκρασία του σώματος πέφτει, οι μύες χαλαρώνουν, ο καρδιακός ρυθμός και η αναπνοή γίνονται πιο αργοί. Στο βαθύτερο στάδιο του ήρεμου ύπνου παρατηρούνται σωματικές αλλαγές που βοηθούν στην ενίσχυση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Η άλλη κατηγορία ύπνου, ο ύπνος REM, είναι η φάση όπου οι άνθρωποι βλέπουν όνειρα. Η θερμοκρασία του σώματος, η αρτηριακή πίεση, ο καρδιακός ρυθμός και η αναπνοή αυξάνονται σε επίπεδα που παρατηρούνται όταν οι άνθρωποι είναι ξύπνιοι. Μελέτες αναφέρουν ότι ο ύπνος REM ενισχύει τη μάθηση και τη μνήμη και συμβάλλει, με σύνθετους τρόπους, στη συναισθηματική υγεία. Παρόλο που οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα ξεδιαλύνει όλους τους εμπλεκόμενους μηχανισμούς, έχουν ανακαλύψει ότι οι διαταραχές του ύπνου — που επηρεάζουν, μεταξύ άλλων, τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών και των ορμονών του στρες — προκαλούν χάος στον εγκέφαλο, βλάπτοντας τη σκέψη και τη συναισθηματική ρύθμιση. Μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς φαίνεται ότι η αϋπνία μπορεί να οξύνει τα συμπτώματα των ψυχιατρικών διαταραχών, και αντίστροφα. Ψυχολογικές επιπτώσεις της στέρησης του ύπνου Υπάρχουν περισσότερα από 70 είδη διαταραχών του ύπνου. Τα πιο συνηθισμένα προβλήματα είναι η αϋπνία (δυσκολία στην έλευση του ύπνου ή στην παραμονή στον ύπνο), η αποφρακτική υπνική άπνοια (διαταραγμένη αναπνοή που προκαλεί πολλαπλές αφυπνίσεις), διάφορα κινητικά σύνδρομα (δυσάρεστες αισθήσεις που προκαλούν νυχτερινές συσπάσεις) και η ναρκοληψία (ακραία υπνηλία ή ξαφνικός ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας). Το είδος διαταραχής του ύπνου, ο επιπολασμός και ο αντίκτυπός τους ποικίλλουν με τις ψυχιατρικές διαγνώσεις. Η αλληλεπικάλυψη όμως μεταξύ των διαταραχών του ύπνου και διαφόρων ψυχιατρικών προβλημάτων είναι τόσο μεγάλη ώστε οι ερευνητές υποθέτουν πως αυτά τα δύο είδη προβλημάτων να έχουν κοινές βιολογικές ρίζες. Κατάθλιψη. Μελέτες που χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και πληθυσμούς δείχνουν ότι το 65% έως 90% των ενήλικων και το 90% των παιδιών με Μείζονα Κατάθλιψη βιώνουν κάποιο πρόβλημα ύπνου. Οι περισσότεροι ασθενείς με κατάθλιψη έχουν αϋπνία, αλλά περίπου ένας στους πέντε πάσχει από αποφρακτική άπνοια ύπνου. Η αϋπνία και άλλα προβλήματα ύπνου αυξάνουν επιπλέον τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης. Μια διαχρονική μελέτη 1.000 ενηλίκων ηλικίας 21 έως 30 ετών στην Αμερική διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με τα άτομα που δεν παρουσιάζουν προβλήματα ύπνου, άτομα που ανέφεραν ιστορικό αϋπνίας κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης το 1989 ήταν τέσσερις φορές πιο πιθανό να έχουν αναπτύξει Μείζονα Κατάθλιψη τρία χρόνια αργότερα (φάση δεύτερης συνέντευξης). Επιπλέον, δύο διαχρονικές μελέτες σε νεαρά άτομα - η μία σε 300 ζευγάρια νεαρών δίδυμων και η άλλη σε 1.014 έφηβους - διαπίστωσαν ότι πριν την έναρξη Μείζονος Κατάθλιψης παρουσιάστηκαν προβλήματα ύπνου. Η αϋπνία και άλλα προβλήματα ύπνου επηρεάζουν την πορεία την κατάθλιψης. Σύμφωνα με έρευνες, άτομα με κατάθλιψη που εμφανίζουν αϋπνία είναι λιγότερο πιθανό να ανταποκριθούν στη θεραπεία από άτομα με κατάθλιψη δεν έχουν προβλήματα ύπνου. Ακόμη και οι ασθενείς των οποίων η διάθεση βελτιώνεται με την αντικαταθλιπτική θεραπεία, κινδυνεύουν περισσότερο από μια υποτροπή αργότερα. Οι ασθενείς με κατάθλιψη που παρουσιάζουν αϋπνία ή άλλες διαταραχές του ύπνου είναι πιο πιθανό να παρουσιάζουν αυτοκτονικό ιδεασμό και να αυτοκτονήσουν σε σχέση με καταθλιπτικούς ασθενείς που μπορούν να κοιμηθούν κανονικά. Διπολική διαταραχή. Έρευνες σε διάφορους πληθυσμούς αναφέρουν ότι, κατά τη διάρκεια ενός μανιακού επεισοδίου διπολικής διαταραχής, το 69% έως 99% των ασθενών εμφανίζουν αϋπνία ή αναφέρουν λιγότερη ανάγκη για ύπνο. Στη Διπολική Κατάθλιψη, ωστόσο, έρευνες αναφέρουν ότι το 23% έως 78% των ασθενών κοιμούνται υπερβολικά (υπερυπνία), ενώ άλλοι μπορεί να εμφανίσουν αϋπνία ή ανήσυχο ύπνο. Διαχρονικές έρευνες δείχνουν ότι η αϋπνία και άλλα προβλήματα ύπνου επιδεινώνονται πριν από ένα επεισόδιο μανίας ή Διπολικής Κατάθλιψης και ότι η έλλειψη ύπνου μπορεί να προκαλέσει μανία. Τα προβλήματα ύπνου επηρεάζουν αρνητικά τη διάθεση του ατόμου και συμβάλλουν στην υποτροπή. Αγχώδεις διαταραχές. Προβλήματα ύπνου επηρεάζουν πάνω από το 50% των ενήλικων με Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή, είναι συχνά σε άτομα με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες και ενδέχεται να εμφανιστούν στη Διαταραχή Πανικού, την Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή και στις φοβίες. Είναι επίσης κοινά σε παιδιά και εφήβους. Μια εργαστηριακή μελέτη ύπνου διαπίστωσε ότι νέοι με κάποια διαταραχή άγχους χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να αποκοιμηθούν και κοιμήθηκαν λιγότερο βαθιά, σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου υγιών παιδιών. Η αϋπνία μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου και για την ανάπτυξη μιας διαταραχής άγχους, αν και όχι τόσο, όσο για τη Μείζονα Κατάθλιψη. Στη διαχρονική μελέτη εφήβων που αναφέρθηκε νωρίτερα, για παράδειγμα, τα προβλήματα ύπνου προηγήθηκαν των διαταραχών άγχους στο 27%, ενώ της κατάθλιψης στο 69%. Παρόλα αυτά η αϋπνία μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα των διαταραχών άγχους ή και να παρεμποδίσει την ανάρρωση. Διαταραχές του ύπνου στη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, για παράδειγμα, ενδέχεται να συμβάλλουν στη διατήρηση των συναισθηματικά αρνητικών μνημών και να εμποδίσουν τους ασθενείς να επωφεληθούν από τη θεραπεία. ΔΕΠΥ. Το 25% έως 50% των παιδιών με ΔΕΠΥ επηρεάζονται από διάφορα προβλήματα ύπνου. Τυπικά προβλήματα περιλαμβάνουν τη δυσκολία στον ύπνο, τη βραχύτερη διάρκεια του ύπνου και την ανήσυχη υπνηλία. Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ και των δυσκολιών στον ύπνο αλληλεπικαλύπτονται τόσο πολύ που είναι δύσκολο να διαχωριστούν. Διαταραχές στην αναπνοή που επηρεάζονται από τον ύπνο αγγίζουν έως και το 25% των παιδιών με ΔΕΠΥ και το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών ή η διαταραχή του περιοδικού τινάγματος των άκρων, που διαταράσσουν επίσης τον ύπνο, συνδυαστικά φτάνουν έως και 36%. Παιδιά με αυτές τις διαταραχές ύπνου μπορεί να γίνουν υπερκινητικά, απρόσεκτα και συναισθηματικά ασταθή — ακόμη και όταν δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για ΔΕΠΥ. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής στον ύπνο και την ψυχική υγεία Στις περισσότερες περιπτώσεις, η θεραπεία που προτείνεται για το πιο συνηθισμένο πρόβλημα ύπνου, την αϋπνία, είναι η ίδια για όλους τους ασθενείς, ανεξάρτητα από το αν πάσχουν ή όχι από κάποια ψυχιατρική διαταραχή. Οι θεμελιώδεις συστάσεις περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό αλλαγών στον τρόπο ζωής, συμπεριφορικές στρατηγικές, ψυχοθεραπεία και φάρμακα, αν κριθούν απαραίτητα. Αλλαγές στον τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ότι η καφεΐνη συμβάλλει στην αϋπνία, όπως και το αλκοόλ και η νικοτίνη. Το αλκοόλ αρχικά καταστέλλει το νευρικό σύστημα, πράγμα το οποίο βοηθά κάποιους ανθρώπους να κοιμηθούν, όμως αυτή η επίδραση χάνεται σε λίγες ώρες και οι άνθρωποι ξυπνούν. Η νικοτίνη από την άλλη είναι μια διεγερτική ουσία, που επιταχύνει τον καρδιακό ρυθμό και τη σκέψη. Η αποχή από αυτές τις ουσίες είναι το ιδανικό σενάριο, όμως και η η αποφυγή τους πριν από την ώρα του ύπνου είναι μια καλή επιλογή. Σωματική δραστηριότητα. Η τακτική αερόβια δραστηριότητα βοηθά τα άτομα να κοιμηθούν ταχύτερα, να περάσουν περισσότερο χρόνο στον βαθύ ύπνο και να ξυπνούν λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υγιεινή του ύπνου. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι τα άτομα μαθαίνουν την αϋπνία και έτσι μπορούν να μάθουν πώς να κοιμούνται καλύτερα. Η καλή "υγιεινή του ύπνου" είναι ο όρος που χρησιμοποιείται ευρέως και περιλαμβάνει συμβουλές όπως: τη διατήρηση ενός σταθερού προγράμματος ύπνου-αφύπνισης, τη χρήση του υπνοδωματίου μόνο για ύπνο ή για σεξ και τη διατήρηση του υπνοδωματίου σε συνθήκες συσκότισης και άνευ περισπασμών, όπως ο υπολογιστής ή η τηλεόραση. Κάποιοι ειδικοί συστήνουν επίσης τον επαναπρογραμματισμό του ύπνου: μείνετε ξύπνιοι για περισσότερο ώστε να εξασφαλίσετε ότι ο ύπνος θα είναι πιο ξεκούραστος. Τεχνικές χαλάρωσης. Ο διαλογισμός, η καθοδηγούμενη φαντασία, οι ασκήσεις βαθιάς αναπνοής και η προοδευτική χαλάρωση των μυών μπορούν να καταπολεμήσουν το άγχος και τις καλπάζουσες σκέψεις. Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT). Επειδή τα άτομα με αϋπνία τείνουν να ανησυχούν γύρω από το γεγονός ότι δεν κοιμούνται, οι γνωσιακές - συμπεριφορικές τεχνικές τα βοηθούν να τροποποποιήσουν τις αρνητικές τους προσδοκίες και να καταφέρουν να αποκτήσουν περισσότερη εμπιστοσύνη στο ότι μπορούν να έχουν έναν καλό βραδινό ύπνο. Αυτές οι τεχνικές μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην εξάλειψη του "παιχνιδιού φταιξίματος”, όπου κάθε προσωπικό πρόβλημα κατά τη διάρκεια της ημέρας αποδίδεται στην έλλειψη ύπνου. Πηγή: Harvard Health Publishing, Harvard Medical School Μετέφρασα και προσάρμοσα για τα ελληνικά το παρακάτω poster σχετικά με την κατάθλιψη και τους διαφορετικούς τύπους της. Ελπίζω ότι κάποιοι θα τον βρουν χρήσιμο στην κατανόηση της νόσου και θα κινητοποιηθούν να λάβουν βοήθεια οι ίδιοι ή να ενθαρρύνουν άτομα του περιβάλλοντός τους στην αναζήτηση βοήθειας.
Η κατάθλιψη, όταν διαγνωστεί, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. ΥΓ. Αν θέλετε ένα αντίγραφο σε πλήρες μέγεθος, αφήστε το email σας στην παρακάτω φόρμα ή στείλτε μου μήνυμα στο Facebook: https://www.facebook.com/elenaspanou.CBT |
ελενα σπανουΨυχολόγος, Νευροεπιστήμων, Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεύτρια Archives
September 2021
Categories |